- αμόρφωτος
- -η, -ο (Α ἀμόρφωτος, -ον) νεοελλ.1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής,2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστοςαρχ.αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο ἀμόρφωτος < ἄμορφος, ενώ το νεοελλ. αμόρφωτος < α- στερ. + μορφώνω.ΠΑΡ. νεοελλ. αμορφωσιά].
Dictionary of Greek. 2013.